κοινοβουλευτικούς

κοινοβουλευτικούς
η , ό[ν] парламентский; парламентарный;

κοινοβουλευτικούςό πολίτευμα — парламентский режим;

κοινοβουλευτικούςή αντιπολίτευση — парламентская оппозиция


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κοινοβουλευτικούς" в других словарях:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Νταλαντιέ, Εντουάρ — (Εdouard Daladier, Καρπαντρά Προβηγκία 1884 – Παρίσι 1970). Γάλλος πολιτικός. Διετέλεσε εκπαιδευτικός έως το 1919, οπότε εκλέχτηκε βουλευτής. Ριζοσπάστης σοσιαλιστής, ο Ν. παρουσιάστηκε στο προσκήνιο της γαλλικής πολιτικής το 1934 όταν, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Ουμβέρτος — I (Umberto). Βενεδικτίνος μοναχός, έμπιστος του πάπα Λέοντα Θ’. Εξελέγη αρχιεπίσκοπος Σικελίας το 1050 και τον επόμενο χρόνο καρδινάλιος και επίσκοπος της Σίλβα Κάνπτα. Το 1053 ήταν κοντά στον επίσκοπο της Τράνης Ιωάννη, όταν έμαθε για την… …   Dictionary of Greek

  • Σέρινταν, Ρίτσαρντ Μπρίνσλεϋ Μπάτλερ — (Sheridan). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας και πολιτικός (Δουβλίνο 1751 Λονδίνο 1816). Τα έργα του έχουν ρωμαλέα θεατρική συγκρότηση, συναρπαστικό διάλογο και γοργό ρυθμό και πλοκή. Τα πρόσωπα διαγράφονται τέλεια κι αν δεν έχουν όλα τα έργα του Σ.… …   Dictionary of Greek

  • εκλογή — η 1. επιλογή, προτίμηση, διάλεγμα, ξεχώρισμα: Εκλογή χρώματος. 2. η πράξη με την οποία διαλέγεται με ψηφοφορία κάποιος ως πιο κατάλληλος για την κατάληψη αξιώματος: Εκλογή βουλευτή. – Εκλογή καθηγητή πανεπιστημίου. 3. στον πληθ., εκλογές η άσκηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»